φοινικόπτερος — (phoenicopterus). Γένος πτηνών της οικογένειας των φοινικοπτεριδών. Αριθμεί 6 είδη μεγαλόσωμων πουλιών με μικρό κεφάλι και λεπτό, μακρύ λαιμό. Ιδιόμορφη είναι η κατασκευή του ράμφους τους, που είναι μακρύτερο από το κεφάλι τους και σχηματίζει στη … Dictionary of Greek
φοινικόπτερος — φοινῑκόπτερος , φοινικόπτερος red feathered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικόπτερον — φοινῑκόπτερον , φοινικόπτερος red feathered masc/fem acc sg φοινῑκόπτερον , φοινικόπτερος red feathered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικοπτερίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια παρυδάτιων πτηνών με γνωστότερο είδος το φλαμίνγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phoenicopteridae < phoenicopterus (βλ. φοινικόπτερος [Ι])] … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
καλοβάμονα ή καλοβατικά — Ομάδα πτηνών με χαρακτηριστικά μεγάλα πόδια, τα οποία τους επιτρέπουν να βαδίζουν εύκολα στα βαλτώδη και λασπώδη εδάφη. Άλλα ειδικά γνωρίσματα των ειδών αυτής της ετερογενούς ομάδας –που σήμερα δεν αναγνωρίζεται πια από τους ορνιθολόγους– είναι… … Dictionary of Greek
φλαμίγκο — το (λ. λατ.), το πουλί φοινικόπτερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοινικοπτέρου — φοινῑκοπτέρου , φοινικόπτερος red feathered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)